έστε

έστε
I
(Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα βόρεια παράλια της Αδριατικής και έκαναν το Ατέστε το πιο πολυάνθρωπο και δραστήριο κέντρο τους· έτσι διατηρήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της 1ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι τον 2o αι. π.Χ. οπότε το επισκίασε το γειτονικό Πατάβιον (η σημερινή Πάντοβα). Κατά το πρώτο μισό της εποχής του σιδήρου το Ατέστε υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα πολιτισμού της κοιλάδας του Πάδου.
Κοντά στην Έ. έχουν ανακαλυφθεί διάφορες προϊστορικές νεκροπόλεις με χιλιάδες τάφους-αποτεφρωτήρια, που οι χρονολογίες τους καλύπτουν όλη τη διάρκεια της 1ης χιλιετίας π.Χ. Ο πολιτισμός αυτός, που εξαπλώθηκε στο Βένετο, στην Ίστρια και στη Βενέτσια Τζούλια, υποδιαιρείται σε τέσσερις περιόδους· από αυτές, οι δύο πρώτες αντιστοιχούν στην εποχή του σιδήρου και προσδιορίζονται μεταξύ του 10ου και του 5ου αι. π.Χ. Για τους λαούς αυτούς –που είναι οι πρόγονοι των Ενετών της ιστορικής εποχής– ξέρουμε ελάχιστα, αλλά τα πλούσια κτερίσματα που έθαβαν μαζί με την τέφρα των νεκρών μαρτυρούν εύγλωττα ένα υψηλότατο πολιτιστικό επίπεδο. Τα αντικείμενα αυτά στις αρχές τα τοποθετούσαν σε απλά πήλινα αγγεία. Τα μεταγενέστερα όμως βρίσκονταν συνήθως σε λίθινα κιβώτια. Τα πήλινα αγγεία παρουσιάζουν ποικιλία ως προς τα σχήματα και τον τρόπο διακόσμησης (εγχάρακτα, γραπτά με λευκές και μαύρες ζώνες, αγγεία με ένθετα κοσμήματα από μπρούντζο και από μικρά ελάσματα κασσίτερου κλπ.). Κυρίως όμως τα προϊόντα της μεταλλοτεχνίας παρουσίασαν τη μεγαλύτερη ποικιλία και τελειότητα κατά την περίοδο της μέγιστης ακμής (6ος-5ος αι. π.Χ.): ζώνες από μπρούτζινα ελάσματα, χαρακτηριστικοί καδίσκοι, ειδώλια, περιδέραια, πόρπες με περίεργα σχήματα, ξίφη, μαχαίρια κλπ. Οι νεότεροι από τους τάφους αυτούς, που μερικές φορές κοσμούνται με ενεπίγραφες στήλες, έδωσαν πολύτιμα στοιχεία για τη μελέτη της γλώσσας των αρχαίων Βενετών.
Ο Μπόρσο Έστε, όπως εικονίζεται σε μία «Γενεαλογία» της οικογένειας. Με τον Μπόρσο, που κυβέρνησε από το 1450 έως το 1471, άρχισε η λαμπρή περίοδος της οικογένειας που διήρκεσε έως τα τέλη του 16ου αι.
II
(Este). Παλιά πριγκιπική οικογένεια της Ιταλίας, λογγοβαρδικής καταγωγής. Αρχηγός της οικογένειας θεωρείται ο Αλβέρτος Άτσο B’ (1097), γιατί πρώτος αυτός εγκαταστάθηκε στο φέουδο των Έ. Από το τέλος του 12ου αι. η οικογένεια Έ. μεγάλωσε με κληρονομιές τις κτήσεις της και εγκαταστάθηκε στη Φεράρα, την πόλη που γνώρισε τη μεγάλη ακμή της οικογένειας των Έ.
Στα χρόνια του Νικολάου B’ (1393-1441) η οικογένεια Έ. προσέθεσε στις κτήσεις της το Ρέτζιο και στην Πάρμα. Από την εποχή αυτή η Φεράρα έγινε σημαντικό καλλιτεχνικό και πολιτιστικό κέντρο, που διατήρησε τη μεγάλη του ακμή σχεδόν δύο αιώνες. Στην εποχή των διαδόχων του Νικολάου B’, η οικογένεια Έ. γνώρισε τη λαμπρότερη εποχή της: στα μέσα του 15ου αι. (επί Μπόρσο) οι Έ. έλαβαν από τον Φρειδερίκο Γ’ τον τίτλο των δουκών της Μόντενα και του Ρέτζιο και από τον πάπα Παύλο B’ το 1471 τον τίτλο των δουκών της Φεράρα. Από το τέλος όμως του 16ου αι. το δουκάτο παράκμασε: οι κτήσεις των Έ. περιορίστηκαν στη Μοντένα και στο Ρέτζιο. Το 1803 με τον γάμο της Βεατρίκης Έ., τα δικαιώματα στο δουκάτο πέρασαν στον κλάδο των Αψβούργων της Λορένης, που κυβέρνησε μέχρι το 1859.
Ο πύργος της οικογένειας Έστε στη Φεράρα, που άρχισε να χτίζεται το 1385 επί Νικολάου Β’, ύστερα από μία λαϊκή εξέγερση. Με την κατασκευή ενός οχυρού πύργου οι Έστε μπόρεσαν να κυριαρχήσουν στην πόλη.
* * *
ἔστε, δωρ. τ. ἕστε (ἐς + τε) (Α)
(μόριο)
1. (ως χρον. σύνδ.) (με οριστ. πρτ. ή αορ. για πράξεις τού παρελθόντος, με υποτ. ή ευκτ. αορ. ή ενεστ. + αν για πράξεις τού μέλλοντος, με υποτ. ενεστ. ή, κατόπιν ιστορ. χρόνου, με ευκτική ενεστώτος για πράξεις τού παρόντος) έως, έως ότου, μέχρι τού χρόνου κατά τον οποίον, εφ' όσον, ενώ (α. «παίουσι τὸν Σωτηρίδαν, ἔστε ἠνάγκασαν πορεύεσθαι» — κτυπούν τον Σωτηρίδα, μέχρι να τόν αναγκάσουν να πορεύεται, Ξεν.
β. «περιμένετε, ἔστ' ἂν ἐγὼ ἔλθω», Ξεν.
γ. «ἀρήγετ', ἔστ' (ἂν) ἐγὼ μόλω», Σοφ.
δ. «ἐπιμεῑναι ἐκέλευσαν, ἔστε βουλεύσαιντο», Ξεν.
ε. «ὑμῑν Λακεδαιμόνιοι ἐπαγγέλλονται γυναῑκας ἐπιθρέψειν, ἔστ' ἂν ὁ πόλεμος ὅδε συνεστήκῃ», Ηρόδ.
στ. «ἐδόκει τοῑς στρατηγοῑς βέλτιον εἶναι τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον εἶναι, ἔστ' ἐν τῇ πολεμίᾳ εἶεν», Ξεν.)
2. (ως επίρρ.) α) (για χώρο, διάστημα) μέχρι, έως («βόθροι ἐγίγνοντο μεγάλοι ἔστε ἐπὶ τὸ δάπεδον», Ξεν.)
β) (για χρόνο) μέχρι να, έως («ἔστε ἐπὶ κνέφας» — μέχρι να σκοτεινιάσει, Ξεν.)
3. (ως πρόθεση) (για χώρο ή χρόνο) μέχρι («ἔστε καὶ τὸν νῡν χρόνον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἔστε (δωρ. ἕστε, λοκρ. ἔντε, δελφ. hέντε ή είστε, βοιωτ. έττε) προήλθε από αρχ. *έν(σ)-τε. Δηλ. το Α΄ συνθετικό τής λέξης είναι αντιστοίχως οι προθέσεις εν και εις, ενώ το Β΄ συνθετικό παρουσιάζει ερμηνευτικές δυσχέρειες. Υποστηρίχτηκε ότι η λ. είναι παρεκτεταμένος τ. τού εν(σ) αναλογικά προς το -τε*, ενώ κατ' άλλους, είναι συντετμημένος τ. τού ες (εν) ό τε (πρβλ. έστιν ότε)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔστε — up to the time that indeclform (conj) ἐστε , εἰμί sum pres ind act 2nd pl εἰμί sum pres imperat act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστέ — ἐστε , εἰμί sum pres ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστε — εἰμί sum pres ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστε — εἰμί sum pres ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕστε — ἵστημι make to stand perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισαβέλλα ντ’ Έστε Γκοντσάγκα — (Isabella d’ Este Gonzaga, Φεράρα 1474 – Μάντοβα 1539). Ιταλίδα ευγενής, μαρκησία της Μάντοβα. Κόρη του δούκα Έρκολε της Φεράρα, παντρεύτηκε στα δεκαέξι της χρόνια τον Φραντσέσκο Γκοντσάγκα, τέταρτο μαρκήσιο της Μάντοβα. Ήταν μία από τις πιο… …   Dictionary of Greek

  • οὕστε — ἔστε , ἔστε up to the time that indeclform (conj) ἐστε , εἰμί sum pres ind act 2nd pl ἔστε , εἰμί sum pres imperat act 2nd pl ἕστε , ἵστημι make to stand perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅστε — ἔστε , ἔστε up to the time that indeclform (conj) ἐστε , εἰμί sum pres ind act 2nd pl ἔστε , εἰμί sum pres imperat act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔστ' — ἔστε , ἔστε up to the time that indeclform (conj) ἐστι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg ἐστε , εἰμί sum pres ind act 2nd pl ἔστε , εἰμί sum pres imperat act 2nd pl ἔσται , εἰμί sum fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔστεπερ — ἔστε , ἔστε up to the time that indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”